- ψυχιατρείο
- τοφρενοκομείο, νευρολογική κλινική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχιατρείο — το, Ν [ψυχίατρος] θεραπευτήριο για ψυχοπαθείς … Dictionary of Greek
Αρτό, Αντονίν — (Antonin Artaud, 1896 – 1948). Γάλλος ποιητής, ζωγράφος, ηθοποιός, θεωρητικός του θεάτρου και θεατρικός συγγραφέας. Ο πατέρας του ήταν εφοπλιστής και η μητέρα του Ελληνίδα από τη Σμύρνη. Ο Α., που από πολύ νωρίς έδειξε κλίση για την ποίηση, σε… … Dictionary of Greek
φρενοκομείο — το, Ν 1. (παλ. όρος) ψυχιατρείο 2. φρ. «είναι για το φρενοκομείο» πάσχει διανοητικά, δεν είναι στα καλά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κομείο (< κομος < κομώ «φροντίζω») κατά το νοσοκομείο. Η λ., στον λόγιο τ. φρενοκομεῖον, μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
Βαν Γκογκ, Βίνσεν — (Vincent Van Gogh, Γκρόοτ Τσούντερτ, Βραβάντη 1853 – Οβέρ σιρ Ουάζ 1890). Ολλανδός ζωγράφος. Σε ηλικία δεκαέξι ετών εργάστηκε στα καταστήματα της Χάγης και του Λονδίνου της εμπορικής εταιρείας έργων τέχνης Γκουπίλ και άρχισε να ζωγραφίζει,… … Dictionary of Greek
Γκάρσιν Φσέβολοντ, Μιχαΐλοβιτς — (Vsevolod Michailovic Garsin, Πετρούπολη 1855 – 1888).Ρώσος συγγραφέας. Γιος αξιωματικού, παλαιού ευγενή, διέκοψε τις σπουδές του για να καταταγεί εθελοντής στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Απολύθηκε επειδή τραυματίστηκε και αφοσιώθηκε στη… … Dictionary of Greek
Δελλαπατρίδης, Αρμάνδος — (20ός αι.). Γραφικός τύπος της Αθήνας, τρόφιμος του δημοτικού ψυχιατρείου. Για πολλά χρόνια (1925 40), γύριζε στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και έβγαζε πολιτικούς λόγους ως αρχηγός του φανταστικού κόμματος των Κυανοχιτώνων. Φορούσε… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek
Μεσσηνίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα την Καλαμάτα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 223 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 188 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις… … Dictionary of Greek
Μουνκάκσι, Μιχάλι — (Michaly Munkacsy, Μουνκάξ 1844 – Έντενιχ, Βόννη 1909). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ούγγρου ζωγράφου Μίκαελ Λίμπε (Michael Liebe). Θεωρείται από τις σημαντικότερες ζωγραφικές ιδιοφυΐες του 19ου αι. Εγκατέλειψε την ξυλουργική για να σπουδάσει… … Dictionary of Greek
Ντονιτσέτι, Γκαετάνο — (Gaetano Donizetti, Μπέργκαμο 1797 – 1848). Ιταλός μουσικός. Από φτωχή οικογένεια, άρχισε νεώτατος να σπουδάζει μουσική πρώτα στο Μπέργκαμο και κατόπιν στη Μπολόνια. Πολύ γρήγορα ασχολήθηκε με το μελόδραμα και παρουσίασε την πρώτη του όπερα το… … Dictionary of Greek